μισολόγως

μισολόγως
μῑσολόγως , μῑσόλογος
hating argument
adverbial
μῑσολόγως , μῑσόλογος
hating argument
masc/fem acc pl (doric)
μῑσολόγως , μισόλογος
hating argument
adverbial
μῑσολόγως , μισόλογος
hating argument
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μισόλογος — μισόλογος, ον (Α) αυτός που απεχθάνεται τις διαλεκτικές συζητήσεις, τα επιχειρήματα, τους λόγους, τις ομιλίες. επίρρ... μισολόγως (Α) με μίσος κατά τών λόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + λογος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”